αναφανδόν

αναφανδόν
(Α ἀναφανδόν) [αναφαίνω]
φανερά, απροκάλυπτα, χωρίς επιφύλαξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναφανδόν — ἀναφανδά visibly indeclform (adverb) ἀναφανδόν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀναφανδόν — ἀναφανδόν , ἀναφανδά visibly indeclform (adverb) ἀναφανδόν , ἀναφανδόν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HIRCUS — inter animalia, quae magnifice incedunt, memoratur Prov. c. 30. v. 31. quod prisci Interpretes intelligunt de hirco, qui praecedit gregem. Hic enim tum non minus, barbae et sexus fiduciâ, quam leo et equus, de quibus ibid. cum quadam pompa ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… …   Dictionary of Greek

  • επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… …   Dictionary of Greek

  • κρυφανδόν — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «κρυφηδόν»*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα, με πιθ. αναλογική επίδραση τού επιθέτου αναφανδόν] …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • υποκαίω — ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Α νεοελλ. μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζω μσν. αρχ. βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να τό ψήσω ή να τό θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ. β. «ὑποκαίειν τὴν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”